ἄντωσις

ἄντωσις
ἄντωσις, εως, ,
A pushing against or back, Arist.Resp.480a14.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἄντωσις — pushing against fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άντωση — Δύναμη, κάθετη προς τη διεύθυνση της ταχύτητας, που προκύπτει από την κίνηση ενός σώματος μέσα σε ρευστό. Χάρη σε αυτήνπετούν συσκευές βαρύτερες του αέρα. * * * η (Α ἄντωσις, σεως) νεοελλ. η δυναμική άνωση, η μία από τις δύο συνιστώσες (κάθετη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”